- στίλβουσα
- στίλβωglitterpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στιλβούσας — στιλβούσᾱς , στίλβω glitter pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) στιλβούσᾱς , στίλβω glitter pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικέλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ni. Ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 28, ατομικό βάρος 58,71 και πέντε σταθερά και μερικά ακτινεργά ισότοπα. Είναι μέτρια διαδεδομένο στη φύση (αποτελεί το 0,016% του… … Dictionary of Greek
στιλβάς — άδος, ἡ, Α (ενν. γῆ) στίλβουσα γαία, στιλπνό, λαμπερό χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίλβω + επίθημα άς, άδος (πρβλ. στιβ άς)] … Dictionary of Greek
φλόγα — Θερμικό και φωτεινό φαινόμενο, που συνοδεύει την καύση αερίων. Τα υγρά και τα στερεά (πετρέλαιο, ξύλο κλπ.) καίγονται με φ. μόνο αν, με τη θερμότητα, δώσουν αεριώδη προϊόντα αποσύνθεσης. Η φωτεινότητα μιας φ. εξαρτάται από την παρουσία… … Dictionary of Greek
βαϊλαντία — (vaillantia). Γένος μονοετών ή πολυετών, μικρών ποωδών φυτών της οικογένειας των ρουβιδών. Είναι ιθαγενή φυτά των παραμεσογειακών περιοχών. Έχουν λεπτές ρίζες και φύλλα ωοειδή ή προμήκη που βγαίνουν σε σπονδύλους. Τα άνθη σχηματίζουν τριάδες και… … Dictionary of Greek